- ταναοῦ
- ταναόςoutstretchedmasc/neut gen sgταναόςoutstretchedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταναός — και ταναδός, ή, όν, θηλ. και ταναός, Α 1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.) 2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.) 3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.) 4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.) 5. πλατύς («ταναὰ χείλεα»,… … Dictionary of Greek